- μεταπείση
- μεταπείσῃμεταπείθωchange a man's persuasion: aor subj mid 2nd sgμεταπείθωchange a man's persuasion: aor subj act 3rd sgμεταπείθωchange a man's persuasion: fut ind mid 2nd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
μεταπείσῃ — μεταπείθω change a man s persuasion aor subj mid 2nd sg μεταπείθω change a man s persuasion aor subj act 3rd sg μεταπείθω change a man s persuasion fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτροπή — η (AM ἀποτροπή) [αποτρέπω]. 1. απομάκρυνση κάποιου κακού, παρεμπόδιση, αποσόβηση 2. συγκράτηση, μετάπειση 3. στρατιωτική στρατηγική σύμφωνα με την οποία μια μεγάλη δύναμη χρησιμοποιεί αποτελεσματικά την απειλή μιας άμεσης και συντριπτικής… … Dictionary of Greek
απότρεψις — ἀπότρεψις, η (Α) [αποτρέπω] 1. αποσόβηση 2. μετάπειση 3. αποστροφή, απέχθεια … Dictionary of Greek